- μεσημβριώ
- μεσημβριῶ, -άω (Α)βλ. *μεσημβριάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσημβρίῳ — μεσήμβριον meridies neut dat sg μεσήμβριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβριάζω — και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, άω (Α) [μεσημβρία] 1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.) 2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον… … Dictionary of Greek